Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ο χαλασμένος σκύλος..

Ο χαλασμένος σκύλος - Doggie Style

Στην Αθήνα του 50’ ζούσε ένας πιτσιρίκος σε ένα φτωχικό σπίτι.

Δύσκολη εποχή για ανθρώπους και για ζώα.

Στο σπίτι του χρειάζονταν περισσότερα ρούχα να φορέσουν για να κάτσουν μέσα, παρά για να βγούνε έξω. Κάποιες φορές με τις μεγάλες μπόρες, έπρεπε να κρατήσουν και ομπρέλα.

Στην αυλή τους είχανε κοτέτσι. Κάθε πρωί η γιαγιά έκανε ντου στις κότες, τις πέταγε όλες έξω, έπλενε κι ασβέστωνε.

Ο πιτσιρίκος και η αδερφή του έπαιρναν τις κότες, τις έβαζαν στο καρότσι της κούκλας και τις έκαναν βόλτες, ενώ για να τους δώσουν όνομα, στήνανε κανονικά βαφτίσια.

Όταν οι κότες παραμεγάλωναν, φώναζαν κάποιον γείτονα να τις απομακρύνει, για να μην τις δουν τα μικρά να πεθαίνουν.

Καμιά κότα από εκεί δεν κατέληξε στην κατσαρόλα τους. Πώς να φάνε τα «παιδιά» τους;

Είχανε κι ένα σπιτόγατο, που τον έλεγαν Μελέτη.

Κάποια μέρα ήρθε ένας γείτονας κυνηγός και ζήτησε μια χάρη. Θα έφευγε για δυο εβδομάδες και ήθελε να πηγαίνει ο μικρός να ταΐζει το σκύλο του.

Του έδωσε μια σακούλα παξιμάδια κι ένα λαδερό και του είπε «Ένα την ημέρα, με μία σταγόνα λάδι».

Ο πιτσιρίκος και η μάνα του κοιταχτήκανε, αλλά δε μίλησαν. Φαντάστηκαν πως ο  άνθρωπος δεν είχε να ταΐσει το ζώο και δεν ήθελαν να τον στεναχωρήσουν.

Πήγε την πρώτη μέρα ο μικρός λοιπόν, να ταΐσει το σκύλο.

Τον βρήκε σε μια αυλή που δεν είχε πρόσβαση, παρά μόνο εσωτερικά από το υπόγειο του σπιτιού.

Ο σκύλος ήταν δεμένος με δυο χοντρές αλυσίδες από έναν τοίχο. Με το που είδε τον μικρό έβαλε τις φωνές, ξεσήκωσε τον τόπο!

Από ένα ταρατσάκι αυτός του έριξε το πρώτο παξιμάδι, με μια σταγόνα λάδι.

Ύστερα ανέβασε με ένα σκοινί τον κουβά που είχε για νερό, ώστε να του τον γεμίσει.

Τον λυπήθηκε η ψυχή του. Ο σκυλάκος ήταν ένα μάτσο κόκκαλα. Κατάπιε το παξιμάδι σαν ελιά.

Ο μικρός του έριξε κι άλλο κι άλλο πιο μετά, ώσπου η σακούλα τέλειωσε.

Πήγε σπίτι του, τα είπε στη μάνα του και στεναχωρήθηκαν παρέα.

Τι να ταΐσουν το σκυλί την επόμενη μέρα, που κρέας δεν υπήρχε ούτε και για αυτούς, παρά μόνο στη χάση και στη φέξη;

Είπαν, δε βαριέσαι, έχει ο Θεός. Ό,τι βρούμε να φάμε εμείς, θα φάει και το καημένο.

Και την επόμενη μέρα κατέφθασε ο πιτσιρίκος με κατσαρόλα ανά χείρας. Μακαρονάκι κοφτό με ψωμιά, τυριά και ό,τι κατάφεραν να πετάξουν μέσα, μπας και παχύνουνε το ζώο.

Σε δεκαπέντε μέρες ο σκύλος είχε γίνει τσούπα και δε γαύγιζε, αλλά έκανε σαν τρελό κουτάβι απ’ τη χαρά.

Τη δέκατη έκτη μέρα όμως, ήρθε ο γείτονας γαυγίζοντας «Μου χάλασες το σκύλο! Τώρα, ούτε φυλάει, ούτε κυνηγάει. Να τον πάρεις εσύ που τον έκανες σαν τα μούτρα σου!» είπε στον μικρό.

Κι έτσι τους έμεινε ο Τζακ. Καθόλου πρωτότυπο όνομα εκείνη την εποχή…Αφού ο πιτσιρίκος νόμιζε πως όλα τα σκυλιά τα λέγαν Τζακ.

Μπορεί το σπίτι να έσταζε και να έμπαζε. Μπορεί ο σκύλος να είχε διατροφή χορτοφάγου  360 μέρες το χρόνο, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκε.

Κάθε πρωί συνόδευε τον πιτσιρίκο στο σχολείο και τον επέστρεφε.

Κι όταν η μάνα του πήγαινε επίσκεψη στην αδερφή της, πήγαινε κι αυτός. Την περίμενε, όσες ώρες κι αν περνούσαν, για να τη γυρίσει σπίτι.

Κατά καιρούς μάθαινε πως τα καινούρια σκυλιά που έπαιρνε ο γείτονας, έσπαγαν κάποια στιγμή τις αλυσίδες και την έκαναν προς την ελευθερία με ταχύτητα φωτός. Δεν πήγε να τον ξαναδεί.

 Ήταν απλώς ένας γερό-λαδάς τσιγκούνης, που ενώ είχε, δεν έδινε, για να κάνει τον σκύλο άγριο.

Αλλά ο σκύλος προτιμούσε να φυλάει αυτούς που φρόντισαν να μην είναι άδεια η κοιλίτσα του, ακόμα κι αν εκείνοι έμεναν πεινασμένοι.

Που ήταν πάντα δίπλα τους, χωρίς καμιά αλυσίδα.

Και δεν ήταν πια μόνο ένας Τζακ.

Ήταν Ο Τζακ, που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ.

Τίνα Βάμβουρα
eyedoll.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.