Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Η μύγα στο μάτι του σκύλου μου..

Όλα άρχισαν, όταν πέθανε ο σκύλος μου. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα, όταν ήμουν πιο μικρός. Γύρισα ένα μεσημέρι από το σχολείο στο σπίτι και είδα τον πατέρα μου ιδρωμένο, με το φανελάκι λίγο βρώμικο να κολλάει πάνω του, να ανοίγει στην αυλή μας ένα λάκο με το φτυάρι.

Ο ήλιος κατακόρυφος και δυο-τρία πουλάκια χοροπηδούσαν στην ξεραΐλα του κήπου σαν να μην έτρεχε τίποτα. Όταν ο πατέρας μου για λίγο παραμέρισε και είδα το κουφάρι του ζώου μου δίπλα στα πόδια του, έπαθα σοκ. Έμεινα αποσβολωμένος, σαν τον ηλίθιο του χωριού ,και ούτε δυο κουβέντες δεν μπορούσα να βάλω σε μια σωστή σειρά, για να ρωτήσω τι έπαθε ο σκύλος και δεν τρέχει, μόνο στεκόμουνα εκεί κι έκλεινα τα μάτια σφιχτά κι έλεγα τώρα θα τ’ ανοίξω, Χριστέ μου, και θα δω το σκύλο μου όρθιο να με κοιτάει λαχανιάζοντας, με τη γλώσσα του να κρέμεται στραβάbernese mountain a1 κι άκουγα εν τω μεταξύ τις φτυαριές του πατέρα μου κι έπειτα τη φωνή του, πήγαινε μέσα είπα , να μου λέει . Και καθώς έφευγα δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω το σκύλο μου, στο κάτω-κάτω μπορεί να ήταν μόνο άρρωστος, και είδα τότε τη μύγα πάνω στο θολό του μάτι και παρότι τότε δεν ήξερα ακόμη τίποτα από θάνατο, μεμιάς κατάλαβα και σιχάθηκα για πάντα όλες τις μύγες του κόσμου, ως την αιωνιότητα.

Το βράδυ δεν μπορούσα βέβαια να κοιμηθώ. Βούιζε το σύμπαν απ’ τα τζιτζίκια και η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι εγώ στριφογυρνούσα στο κρεββάτι μου κι έκανα συνεχώς σκέψεις και ήταν η μία χειρότερη από την άλλη, γιατί ούτε που είχα προλάβει να αποχαιρετήσω το σκύλο μου και σκέψου να πέθαινα κι εγώ έτσι απροειδοποίητα και χωρίς καμία  απολύτως εξήγηση ή η μητέρα μου ή ο πατέρας μου; Και οι επόμενες μέρες ήταν ακόμα πιο δύσκολες, γιατί συνέχεια σκεφτόμουν, κυρίως όμως φοβόμουν, κι έφτασα μάλιστα στο σημείο να θυμώσω με το σκύλο μου που πέθανε κι ένιωθα πως αυτό ήταν μόνο η αρχή για να πάνε όλα από το κακό στο χειρότερο, σαν ν’ άνοιξε ο θάνατος του μια τόση δα πύλη, όσο η τρύπα που άνοιξε ο πατέρας μου στον κήπο, για να περάσει μέσα στο σπίτι μας όλο το κακό του κόσμου. Κι είχα τόση αγωνία πως όπου νά’ ναι κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί, που τις άγρυπνες νύχτες μου σχεδόν παρακαλούσα να συμβεί επιτέλους να τελειώνουμε, γιατί δεν άντεχα άλλο.

Κι έπειτα πέθανε ο κύριος Γιώργος, που είχε μαγαζί απέναντι σχεδόν από το σπίτι μας. Εγώ στην αρχή δεν έδωσα και πολλή σημασία έπειτα όμως που το σκέφτηκα λίγο περισσότερο κατάλαβα και λυπήθηκα, ένιωσα όμως πολύ περισσότερο ανακούφιση. Γιατί ο θάνατος σήκωσε το χέρι του αλλά έδειξε τον διπλανό μας, κι εμείς ξεμπερδέψαμε με αυτήν την υπόθεση, όχι για πάντα βέβαια αλλά σίγουρα για αρκετό καιρό. Ένιωσα μια μεγάλη συμπάθεια για τον κύριο Γιώργο, γιατί, έστω κι αν δεν το επέλεξε, με τη μοίρα του πήρε το κακό από πάνω μας. Πιο απλά δηλαδή θυσιάστηκε για μας. 

Στη φαντασία μου μάλιστα τον έβλεπα να επιλέγει ο ίδιος το θάνατο, για να προστατεύσει εμένα και την οικογένειά μου. Είχε κάτι το ηρωικό η απόφασή του αυτή. Τον σκεφτόμουνα αόρατο να με βλέπει να παίζω και να πηγαίνω στο σχολείο και να κοιμάμαι επιτέλους τα βράδια, χωρίς να φοβάμαι πια, και να χαμογελάει, λίγο θλιμμένα βέβαια, γιατί οι νεκροί νιώθουν μεγάλη μοναξιά, όπως ο σκύλος μου, έτσι πιστεύω εγώ.

Τρεις μήνες μετά η μητέρα μου μας εγκατέλειψε, χωρίς καμία εξήγηση. Απλώς γύρισα το μεσημέρι και δεν ήταν εκεί και μετά σκέφτηκα ότι το να πηγαίνεις στο σχολείο σου κάθε πρωί μπορεί τελικά να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη απόφαση, αφού όσο εσύ μαθαίνεις γεωγραφία ο άλλος πεθαίνει ή πακετάρει τα πράγματά του στις βαλίτσες του και ετοιμάζεται να σου κάνει συντρίμμια τη ζωή. Ίσως πάλι η μητέρα μου να νόμισε ότι με το που έφτασα στην προτελευταία τάξη του δημοτικού απέκτησα επιτέλους την ικανότητα να καταλαβαίνω χωρίς καμία απολύτως βοήθεια τις πιο μύχιες σκέψεις της, την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, τα αδιέξοδα της ζωής, το σύμπαν και τα πάντα γύρω από τα πάντα. Ο πατέρας μου πάλι κράτησε αυτό που αργότερα θα ονόμαζα σιωπή του σκύλου. Συμπεριφέρθηκε δηλαδή όπως ακριβώς στην περίπτωση με το νεκρό σκυλί μου κι εγώ ένιωσα το ίδιο έκπληκτος , το ίδιο αποσβολωμένος, το ίδιο ηλίθιος.

Έπειτα σιγά-σιγά απλώθηκαν ανάμεσά μας τεράστιες εκτάσεις σιωπής. Η μητέρα μου στην αρχή έστειλε κάποια γράμματα σε μένα . Με ρωτούσε πως τα πάω στο σχολείο κι αν ήμουν καλά στην υγεία μου. Για τον πατέρα ούτε κουβέντα. Έπειτα λίγο-λίγο τα γράμματα αραίωσαν και μετά κάποτε σταμάτησαν. Εγώ τα βράδια έκλαιγα και την φανταζόμουνα να έχει κάνει άλλη οικογένεια και να  έχει άλλο παιδί που το αγαπούσε πολύ περισσότερο από μένα και ήταν τόσο ευτυχισμένη και ορκιζόμουν πως δε θα της ξαναέγραφα άλλο γράμμα αλλά φυσικά την επόμενη μέρα της έγραφα κι ας μη μου απαντούσε, ώσπου τελικά κι εγώ κάποτε σταμάτησα εντελώς να της γράφω, κι έτσι υποθέτω ότι είμαστε πάτσι.

Με τον πατέρα μου τελικά χαθήκαμε σχεδόν. Εγώ άλλαξα πόλη για να σπουδάσω και τελικά βρήκα μια καλή θέση σε μια εταιρεία κι έμεινα μόνιμα. Αυτός κράτησε το ίδιο σπίτι ,την ίδια δουλειά, μέχρι που πήρε σύνταξη, τα ίδια όλα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε, ούτε έκανε άλλη σχέση. Δεν προσπάθησε καν. Ήταν σαν να είχε αποδεχτεί την ολοκληρωτική του ήττα. Έπειτα άρχισε ξαφνικά να μη νιώθει καλά, να βήχει και να φτύνει αίμα και οι γιατροί του διέγνωσαν καρκίνο. Όταν τον βρήκα στο νοσοκομείο είχε μείνει ο μισός. Οι κακόγουστες ριγέ πιτζάμες του νοσοκομείου έπλεαν πάνω του ενώ τα κόκαλά του εξείχαν από παντού. Ο καρκίνος είχε κάνει πολλαπλές μεταστάσεις. 

Τον λυπόμουν, αλλά τον λυπόμουν όχι σαν πατέρα μου  αλλά σαν έναν οποιονδήποτε άνθρωπο που πέθαινε με τον χειρότερο τρόπο. Η λύπη μου είχε κάτι το απρόσωπο που με τρόμαζε ακόμα και μένα τον ίδιο.

Κι έπειτα έγινε κι αυτό και τα έμαθα όλα. Μέσα σε ατελείωτες κρίσεις βήχα με φώναξε στο δωμάτιό του και μου είπε τα πάντα. Δεν ξέρω τι στο διάολο ήθελε από μένα, συγχώρεση; 

Κατανόηση; Να φύγει το βάρος από πάνω του; Μου είπε πως χρόνια ήξερε πως η μητέρα μου τον απατούσε με τον κύριο Γιώργο και πως σχεδίασε προσεκτικά τον θάνατό του με δηλητήριο, έτσι που κανείς να μην τον καταλάβει. Πρώτα όμως έπρεπε να κάνει μια δοκιμή για να είναι σίγουρος. Και την έκανε στον σκύλο μου. Η μάνα μου κάποια στιγμή πρέπει να το κατάλαβε ή απλώς κουράστηκε να προσποιείται την ευτυχισμένη. Μετά το θάνατο του άλλου δεν είχε κανένα λόγο να παραμείνει. Έτσι μου είπε.

Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος που είναι πατέρας μου κατόρθωσε το σχεδόν ακατόρθωτο: 
Σκοτώνοντας τον κύριο Γιώργο μου άλλαξε το μέλλον, και τριάντα χρόνια μετά, με την εξομολόγησή του στο νοσοκομείο, μου άλλαξε το παρελθόν. Έπειτα ο βήχας του σχεδόν τον έπνιξε και μπήκαν μέσα οι νοσοκόμες.

Στην κηδεία του δεν ήξερα τι στο διάολο να νιώσω. Καθώς έβλεπα το φέρετρο να κατεβαίνει στο λάκο ,το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η μύγα πάνω στο μάτι του σκύλου μου. Το βράδυ φυσικά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.

pyxida.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.