Άλλες φορές έβαζε τη μουσούδα του πάνω στην φρεσκοπλυμένη τζαμαρία και κοίταζε έξω τα περιστέρια να σουλατσάρουν στο μπαλκόνι.
Έβαζε τις φωνές, ξεσήκωνε τον κόσμο : «Ιπτάμενοι εισβολείς στις γλάστρες σου γιαγιά!», ειδοποιούσε την μάνα μου, για να ξέρει γιατί δε φύτρωσαν οι βολβοί που φύτεψε. Τους φάγανε τα περιστέρια!
Ήθελε να ανοίξει η πόρτα όπως ο κλειστοφοβικός στο ασανσέρ και να πεταχτεί να κυνηγήσει τα πτηνά, που κλασικά τον έγραφαν, γιατί σκύλος που γαυγίζει δεν περιστερογραπώνει και τα άτιμα τον είχαν καταλάβει!
Τώρα έχουν μέρες να φανούν τα περιστέρια.
Τα έψαχνε, τα ξαναέψαξε , κουράστηκε. Ή μήπως ξέρει πως δε θα ξαναέρθουν; Κάθεται και κοιτάει μελαγχολικός το πάτωμα μέχρι να κλείσουν τα ματάκια του.
Κι έτσι και καταλάβει στο βλέμμα σου πως πας να ανοίξεις μπλακονόπορτα, ρίχνει μια κάτω από το κουβερτάκι του και κάνει τον ψόφιο. Θέλει σε δευτερόλεπτα να έχεις τελειώσει και να κλείσεις ερμητικά την πόρτα. «Μπάζεεεεειιιιιι, πόρτααααα. Σε ιγκλού γεννήθηκες; Τι θες και ενοχλείς τον σκύλο που ονειρεύεται; Για να πετάξεις σκουπίδια; Μα πόσο πεζή είσαι»;
Σε βλέπει με το ζιπούνι ανά χείρας και δεν έρχεται και τόσο τρεχάτος.
«Τι είναι βρε; Κρυώνεις;»
«Εμ , λιγάκι. Σταλακτίτης γίνεται το κάτουρό μου».
Βγαίνουμε για βόλτα και κρατάω το λουρί σφιχτά, μην απογειωθεί στον μανιασμένο αέρα και τον ψάχνω στις ταράτσες. Κι ενώ συνήθως όταν βγαίναμε τον γυρισμό ούτε να τον ακούσει, τώρα που το ψοφόκρυο είναι αβάσταχτο , γυρνάει μόνος του και με τραβάει προς το σπίτι με γρήγορο ρυθμό.
Πάει και κάθεται ξανά πάνω στο κουβερτάκι του και κλείνει τα μάτια.
«Τι έχεις μικρέ; Μελαγχόλησες; Δε σου αρέσει το κρύο; Θέλεις κι εσύ να έρθει η Άνοιξη;»
«Σκέφτομαι. Τότε που ήμουν αδέσποτος, τέτοιο κρύο δεν είχα ζήσει. Κι όμως, ας ήταν λιγότερο, πάλι δεν το άντεχα. Δεν το θέλω το κρύο. Με κάνει και αισθάνομαι ενοχές, που εγώ είμαι εδώ μαζί σου, προστατευμένος, ντυμένος, ζεστός και χορτάτος. Οι άλλοι εκεί έξω; Οι άλλοι σκύλοι, οι γατούλες, τα πτηνά, οι άνθρωποι; Είδα στις ειδήσεις που έβλεπε η γιαγιά, πως κάποιοι προσπαθούν να μαζέψουν τους ανθρώπους σε κάποια κτίρια, να μην πεθάνουν στο κρύο. Μήπως ξέρεις αν μαζεύουν και τους φίλους μου τους αδέσποτους;»
Τι να του πεις τώρα; Πως ξέρω;
Πώς μπορώ να του εγγυηθώ πως άνθρωποι και ζώα θα σωθούν; Πως θα γλιτώσουν από το κρύο έξω και το κρύο μέσα;
Που ακόμα και τώρα αντί να μειώνονται οι ψυχές στον δρόμο, όλο και κάποιος πετάει ένα τετράποδο ή έναν άλλον άνθρωπο στο όνομα της κρίσης.
Που χτυπάει η πόρτα και φοβάσαι να ανοίξεις, μην βρεις κανένα καλάθι με κανένα γέροντα μέσα και σημείωμα: «Είναι ο παππούς Ανδροκλής, δεν είχαμε να τον θρέψουμε κι εδώ η λίστα με τα φάρμακα που δεν του γράφουνε πια στο ΙΚΑ.»
Δύσκολοι καιροί για αδύναμους και ποιος ξέρει κι αν έχει μείνει και κάποιος πιο δυνατός για να στηρίξει τους άλλους. Αλλά αν στηρίξουμε όλοι από έναν άνθρωπο, ένα αδέσποτο, στο τέλος δε θα βοηθηθούν πολλοί;
Κοιτάω τον Χουάν που ακόμα περιμένει απάντηση. Κι ούτε μια ματιά στο μπαλκόνι. Δε θέλει να βλέπει ούτε αυτός τον καιρό, για να μην απογοητεύεται.
Βάζει το κεφάλι του κάτω από το κουβερτάκι και θέλω κι εγώ να βρω έναν λάκκο με άμμο να χώσω το δικό μου σαν τη στρουθοκάμηλο.
Να μη βλέπω αυτά που γίνονται εκεί έξω και να με σκουντήσετε όταν κι εφόσον τελειώσουν.
Όταν θα έχει έρθει η Άνοιξη, όταν ξαναγυρίσουν τα περιστέρια που μαδούσαν τις γλάστρες της μάνας μου, όταν θα έχουν τελειώσει οι άστεγοι κι όταν δε θα υπάρχουν αδέσποτα.
Με βλέπω να ξεμένω εκεί για πάντα.
Τίνα Βάμβουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.