Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Τα δίποδα "σκυλιά"..


Τον άκουσα που είπε πως γυρίζει στους δικούς του. Πως τα χρήματα δεν φτάνουν και πρέπει να χωρίσουμε γιατί δεν αντέχει να με συντηρεί. Πως τέλειωσαν όλα δηλαδή και πως λυπάται, μα δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο.

Δεν πρόλαβα να πω ότι κι εγώ δικός του είμαι. Έφυγε και δεν τον ξαναείδα.

Τι να κάνω; Πού να πάω;

Αυτά του φώναζα τρέχοντας πίσω από τη μηχανή, αλλά δεν άκουγε. Έκανε πολύ θόρυβο το γκάζι. Φώναζαν κι οι άλλοι οδηγοί, βρίζανε, κόρναραν. Δεν άκουγε.

Τον έχασα σε μια στροφή κι έκατσα να περιμένω μήπως ξαναγυρίσει. Εμπόδιζα όμως τους περαστικούς. Σκοντάφτανε πάνω μου, με φοβόντουσαν, με σιχαίνονταν λες κι ήμουν βρώμικος. Τελικά, με κυνήγησαν κάτι παιδιά. Αναγκάστηκα να τρέξω όταν αρχίσανε τις πέτρες.

Τώρα όμως δε θυμάμαι πού με άφησε. Αν ξαναγυρίσει εκεί, δε θα με βρίσκει!

Προσπαθώ εγώ να τον βρω. Μυρίζω τους δρόμους, τα πεζοδρόμια, τα γρασίδια. Πουθενά. Ούτε το μαγαζί που με αγόρασε βρίσκω.

Ήμουν μωρό και δε συγκράτησα πού ήταν. Αν το εντόπιζα, άραγε υπάρχει ελπίδα να ΄ρθει και να με ξαναγοράσει; Ή, έστω να με αγοράσει κάποιος άλλος;

Ένας τετράποδος που συνάντησα στο δρόμο, μου είπε είναι ντροπή να λέω τέτοια. Πως οι φίλοι δεν αγοράζονται. Ούτε πετιούνται, ούτε χαρίζονται. Οι φίλοι μένουνε μαζί για πάντα.

Εγώ δηλαδή τι ήμουν και με παράτησε; Λες να είχε δίκιο ο αδέσποτος που με χαρακτήρισε «καπρίτσιο»; Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Δεν την έμαθα.

Μου μάθανε να είμαι καλός, υπάκουος, να τρώω ό,τι μου έδιναν, να παίζω όταν ήθελαν, να σφίγγομαι για να μην κάνω μέσα τις ανάγκες μου, αλλά αυτό το…καπρίτσιο, δεν το άκουσα ποτέ.

Ο αδέσποτος μου είπε ακόμα, πως είμαι πια μεγάλος. Μόνο τα χαριτωμένα κουτάβια πωλούνται ή αγαπιούνται εύκολα και να μην ελπίζω άδικα.

Η σωτηρία δε θα έρθει από κάποιο πετ σοπ.

Ωραία, αλλά θα έρθει από κάπου αλλού; Γιατί κάτι πρέπει να γίνει. Δεν έμαθα να ζω στο δρόμο. Δεν ξέρω να αναζητώ τροφή. Εδώ έξω είναι επικίνδυνα, φοβάμαι. Όλη μέρα τρέχω εξαντλημένος. Και δεν έχω μαζί μου και τα φάρμακα που έπαιρνα.

Μια γάτα μού νιαούρισε πως έχει ο Θεός. Εκεί να ρίξω τις ελπίδες μου όλες.

Α, ο Θεός! Πρέπει λοιπόν να βρω το Θεό. Ναι, βέβαια. Τώρα θυμάμαι. Μου έλεγε πως αυτός κι οι δικοί του πιστεύουν πολύ στο Θεό. Πως είναι καλοί χριστιανοί, τίμιοι άνθρωποι και αγαπούν όλον τον κόσμο.

Αν βρω το Θεό, θα τους πει έναν καλό λόγο για μένα. Γιατί ήμουν πράος και θα υποσχεθώ ότι θα είμαι περισσότερο.

Δεν μπορεί, θα με πάρει κι εμένα μαζί του. Θα μου δώσει μια γωνιά στο σπίτι των δικών του και λίγο φαγητό, όχι πολύ, να μην τους λείψει! Μια γωνιά και θα΄μαι εντάξει. Αρκεί που θα τον βλέπω και θα είμαι ασφαλής.

Πώς δεν το σκέφτηκαν αυτό οι χριστιανοί; 

Πρέπει να βρω το Θεό. Πού όμως; Έφυγε η γάτα και δεν είπε. 

Λέω να ρωτήσω εκείνη την κυρία που ζει στο πάρκο, στο παγκάκι. Μπορεί να ξέρει. Ναι, αυτή θα ρωτήσω σε λίγο που θα πάω να μου δώσει από το φαγητό που της φέρνει το αμάξι κάθε βράδυ.

Τώρα που το σκέφτομαι, είμαι σίγουρος, αυτή θα ξέρει.

Γιατί όταν με ταίζει και τής λένε «Πας με τα καλά σου; Να σου φέρνουμε φαϊ κι εσύ να το μοιράζεσαι με τα αδέσποτα;» εκείνη πάντοτε απαντά «Με το Θεό μοιράζω το φαί μου, δεν το ξέρετε;».

  Τίνα Βάμβουρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.