"Σ΄ευχαριστώ που με κοιτάζεις...Που είσαι κοντά μου τούτη την τελευταία μου στιγμή...Συχώρα με που δεν μπορώ να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου μα πονάω πολύ...και δεν μπορώ να σου κουνήσω την ουρά μου...
Εγώ σε βλέπω θαμπά... ίσως από τον πόνο που νιώθω να με καίει, ίσως από την ένεση που μου έκανε κλαίγοντας ο φίλος μου με την άσπρη μπλούζα και που με ζαλίζει σιγά σιγά – και μου γλυκαίνει τον πόνο...
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ... Το τελευταίο που θυμάμαι είναι να με δένουν με ένα σκοινί και να με τραβάνε... «Πέτα το στα σκουπίδια, θα ψοφήσει εδώ και θα μας βρωμίσει» έλεγαν... Κι εγώ πονούσα...πολύ... Πόσο έμεινα εκεί...δεν ξέρω...
Η κυρία που με σήκωσε μαλακά έκλαιγε κι αυτή... Μέσα στο αμάξι με χάιδευε... κι εγώ θυμήθηκα... Κάποια άλλα χεράκια, μικρά, που με χάιδευαν παλιά...πολύ παλιά... Κι ήμουν κι εγώ μικρός... κι ήμουν καλά...και κουνούσα την ουράμου, μπορούσα τότε...
Χάθηκαν τα χεράκια... τα τράβηξαν κάποια άλλα, μεγάλα χέρια, που με πήραν και με παράτησαν μακριά...πολύ μακριά... Κι εγώ έψαχνα κλαίγοντας να τα βρώ, να με χαϊδέψουν πάλι... τα μικρά χεράκια...Μα δεν τα βρήκα ποτέ ξανά...
Πόσο καιρό έψαχνα... δεν θυμάμαι πια...Πεινούσα...κρύωνα... φοβόμουνα... Όλοι με διώχνανε, κανείς δεν με ήθελε... Κι ύστερα ήρθε ο Μεγάλος Πόνος... το κάψιμο... το τέλος...
Όμως τώρα είμαι καλά... Γλύκανε ο πόνος...κι ας θαμπώσανε πιο πολύ τα μάτια μου... Μπορώ ακόμα να σε βλέπω που με κοιτάζεις λυπημένα... Μην κλαις, φίλε μου, είμαι καλά... Νιώθω τόσο ελαφρύ το κορμί μου...Ίσως να μπορέσω ακόμα και να σου κουνήσω την ουρά μου...να σου πω ευχαριστώ που με συντρόφεψες στο Τέλος...
Αντίο φίλε μου...Φρόντισε σε παρακαλώ τα φιλαράκια μου...Είναι πολλά εκεί έξω...Κι έχουν, σαν κι εμένα, τόση ανάγκη από το χάδι σου... Αντίο φίλε μου..."
Εγώ σε βλέπω θαμπά... ίσως από τον πόνο που νιώθω να με καίει, ίσως από την ένεση που μου έκανε κλαίγοντας ο φίλος μου με την άσπρη μπλούζα και που με ζαλίζει σιγά σιγά – και μου γλυκαίνει τον πόνο...
Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ... Το τελευταίο που θυμάμαι είναι να με δένουν με ένα σκοινί και να με τραβάνε... «Πέτα το στα σκουπίδια, θα ψοφήσει εδώ και θα μας βρωμίσει» έλεγαν... Κι εγώ πονούσα...πολύ... Πόσο έμεινα εκεί...δεν ξέρω...
Η κυρία που με σήκωσε μαλακά έκλαιγε κι αυτή... Μέσα στο αμάξι με χάιδευε... κι εγώ θυμήθηκα... Κάποια άλλα χεράκια, μικρά, που με χάιδευαν παλιά...πολύ παλιά... Κι ήμουν κι εγώ μικρός... κι ήμουν καλά...και κουνούσα την ουράμου, μπορούσα τότε...
Χάθηκαν τα χεράκια... τα τράβηξαν κάποια άλλα, μεγάλα χέρια, που με πήραν και με παράτησαν μακριά...πολύ μακριά... Κι εγώ έψαχνα κλαίγοντας να τα βρώ, να με χαϊδέψουν πάλι... τα μικρά χεράκια...Μα δεν τα βρήκα ποτέ ξανά...
Πόσο καιρό έψαχνα... δεν θυμάμαι πια...Πεινούσα...κρύωνα...
Όμως τώρα είμαι καλά... Γλύκανε ο πόνος...κι ας θαμπώσανε πιο πολύ τα μάτια μου... Μπορώ ακόμα να σε βλέπω που με κοιτάζεις λυπημένα... Μην κλαις, φίλε μου, είμαι καλά... Νιώθω τόσο ελαφρύ το κορμί μου...Ίσως να μπορέσω ακόμα και να σου κουνήσω την ουρά μου...να σου πω ευχαριστώ που με συντρόφεψες στο Τέλος...
Αντίο φίλε μου...Φρόντισε σε παρακαλώ τα φιλαράκια μου...Είναι πολλά εκεί έξω...Κι έχουν, σαν κι εμένα, τόση ανάγκη από το χάδι σου... Αντίο φίλε μου..."
ΣΥΓΝΩΜΗ ΦΙΛΕ ΜΟΥ...ΣΥΓΝΩΜΗ...
Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.