Η ζωή μου...ανασαίνει με τη δική σου!
Βρέθηκα σε ένα τόπο με πολλόυς ομοίους μου ,όμοιους αλλά και διαφορετικούς απο εμένα.
Ανόιγοντας τα μάτια μου,σ΄ρματα είδα,ο χώρος που πάντα λίγος ήταν.Πότε τον μοιραζόμουν τον μικρό χώρο μου,πότε έμενα μόνος.
Έκανα μερικούς φίλους, αλλά γρήγορα τους έχανα. Ποτέ δεν κατάλαβα πως χάνονταν. Ίσως δεν τους άρεσα σαν φίλος κι έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον. Πότε με παρέα, πότε μόνος, κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μου. Άρχισα να το παίρνω απόφαση ότι κάπως έτσι θα ήταν οι μέρες μου και προσπαθούσα να είμαι χαρούμενος.
Ήρθε όμως μία ημέρα διαφορετική από τις άλλες.
Με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό μέρος, μεγάλο, αλλά σκοτεινό, μαζί με τους φίλους που είχα. Ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι εκεί. Φοβήθηκα, ποτέ δεν φοβόμουν το σκοτάδι της νύχτας, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Μέσα από χαραμάδες έβλεπα ότι έξω έλαμπε η ήλιος, αλλά εδώ υπήρχε μόνο σκοτάδι.
Ήρθε όμως μία ημέρα διαφορετική από τις άλλες.
Με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό μέρος, μεγάλο, αλλά σκοτεινό, μαζί με τους φίλους που είχα. Ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι εκεί. Φοβήθηκα, ποτέ δεν φοβόμουν το σκοτάδι της νύχτας, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Μέσα από χαραμάδες έβλεπα ότι έξω έλαμπε η ήλιος, αλλά εδώ υπήρχε μόνο σκοτάδι.
Δεν μπορόυσα να δω και άρχισα να τρέμω.Μόνη παρηγοριά μου ήτανότι δεν ήμουν μόνος,εδώ ήμασταν όλοι,αλλα δεν μπορούσαμε να δούμε ο ένας για τον αλλον,Πέρασε η πρωτη ημέρα και άρχισα να πεινάω και να διψάω.Είχα βολευτεί σε μία γωνία και που και που ένιωθα κι έναν φίλο να με ακουμπάει,αλλά να μην μπορώ να δω ποιος ηταν.
Κάθε ώρα που περνούσε το σκοτάδι γίνονταν όλο και πιο εφιαλτικό,διψούσα,πεινούσα κι αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι είχα πάψει να ακούω πια μερικούς από τους φίλους μου.Τι να απέγιναν άραγε?όλο και λιγότεροι φίλοι μου με ακουμπούσαν,όλο και λιγότεροι φίλοι μου μου μιλούσαν.Ήμουν σίγουρος ότι κανείς δεν τους πήρε,κι ομως δεν τους άκουγα πια.
Ώσπου κάποια στιγμή ακούμπησα κάποιον φίλο, ήταν παγωμένος, ακίνητος. Τον σκούντηξα, αλλά δεν αντιδρούσε, λες και δεν είχε πια ζωή. Ο φίλος μου νεκρός? Εδώ δίπλα μου? Μα γιατί? Ποτέ δεν είχα δει κάποιον φίλο μου νεκρό. Τότε κατάλαβα ότι και η δική μου ζωή έφευγε, τα πόδια μου ήταν πια αδύναμα, τόσες ημέρες στο σκοτάδι, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς φως.
Τότε ήταν που γνώρισα τον θάνατο, έρχονταν εκεί στο σκοτάδι κι έπαιρνε συνέχεια κάποιον από εμάς. Ήξερα ότι απλά ήμουν στην σειρά και περίμενα τη στιγμή που θα έπαιρνε κι εμένα. Ποιος ξέρει? Ίσως αυτός ο θάνατος ήταν καλύτερος από αυτό το σκοτάδι, αυτή τη δίψα που έκαιγε τα σωθικά μου. Οι φίλοι που ήταν ακίνητοι και παγωμένοι, ίσως ήταν πιο τυχεροί από εμένα. Αυτοί μάλλον δε διψούσαν πια, δε φοβόταν πια. Σκέφτηκα ότι καλύτερα να μην έρχονταν ποτέ αυτό το φως.
Ξαφνικά, μπήκε ένα λαμπρό φως σε εκείνο το μέρος. Ξαφνιάστηκα, νόμισα ότι κάπως έτσι είναι ο θάνατος. Σκέφτηκα ότι να, ήρθε η σειρά μου. Επιτέλους, δεν θα πονάω πια, δεν θα φοβάμαι πια.
Αυτό το φως με έκανε να δω γύρω μου τον εφιάλτη. Πολλοί φίλοι μου κείτονταν ακίνητοι. Άλλοι, ήταν ακόμη ζωντανοί σαν κι εμένα, αλλά φοβισμένοι. Το ίδιο διψασμένοι, το ίδιο πεινασμένοι. Άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας προς το φως, αλλά εγώ παρέμενα εδώ.
Τότε ήταν που γνώρισα τον θάνατο, έρχονταν εκεί στο σκοτάδι κι έπαιρνε συνέχεια κάποιον από εμάς. Ήξερα ότι απλά ήμουν στην σειρά και περίμενα τη στιγμή που θα έπαιρνε κι εμένα. Ποιος ξέρει? Ίσως αυτός ο θάνατος ήταν καλύτερος από αυτό το σκοτάδι, αυτή τη δίψα που έκαιγε τα σωθικά μου. Οι φίλοι που ήταν ακίνητοι και παγωμένοι, ίσως ήταν πιο τυχεροί από εμένα. Αυτοί μάλλον δε διψούσαν πια, δε φοβόταν πια. Σκέφτηκα ότι καλύτερα να μην έρχονταν ποτέ αυτό το φως.
Ξαφνικά, μπήκε ένα λαμπρό φως σε εκείνο το μέρος. Ξαφνιάστηκα, νόμισα ότι κάπως έτσι είναι ο θάνατος. Σκέφτηκα ότι να, ήρθε η σειρά μου. Επιτέλους, δεν θα πονάω πια, δεν θα φοβάμαι πια.
Αυτό το φως με έκανε να δω γύρω μου τον εφιάλτη. Πολλοί φίλοι μου κείτονταν ακίνητοι. Άλλοι, ήταν ακόμη ζωντανοί σαν κι εμένα, αλλά φοβισμένοι. Το ίδιο διψασμένοι, το ίδιο πεινασμένοι. Άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας προς το φως, αλλά εγώ παρέμενα εδώ.
Ένα περίεργο πρόσωπο, διαφορετικό από τα άλλα με είδε, άπλωσε τα χέρια του, με αγκάλιασε, με έβγαλε στο φως. Ήταν η πιο όμορφη αγκαλιά που είχα ποτέ. Ποτέ δε θα την ξεχάσω αυτή την αγκαλιά που με πήρε σε εκείνο το φως.
Και νά' μαι...στο φως...
Μου έδωσαν νερό και λίγο φαγητό. Δεν τους ήξερα αυτούς, αλλά ξαφνικά τους αγαπούσα τόσο πολύ. Αυτοί ήταν καλύτεροι από τον θάνατο. Ζούσα ξανά, ανέπνεα σε αέρα καθαρό και λουζόμουν το φως της πιο όμορφης ημέρας της ζωής μου. Έριξα μία ματιά πίσω, σε εκείνο το σκοτεινό μέρος, οι παγωμένοι φίλοι μου ήταν ακόμη εκεί.
Ένιωσα άσχημα, αυτοί δεν τα κατάφεραν να δουν το φως, ενώ εγώ τα κατάφερα. Τι καλύτερο ήμουν εγώ από αυτούς? Γιατί δεν ήμουν μαζί τους? Τι έκαναν αυτοί που δεν έκανα εγώ κι έφυγαν? Και νά' μαι...στο φως...
Μου έδωσαν νερό και λίγο φαγητό. Δεν τους ήξερα αυτούς, αλλά ξαφνικά τους αγαπούσα τόσο πολύ. Αυτοί ήταν καλύτεροι από τον θάνατο. Ζούσα ξανά, ανέπνεα σε αέρα καθαρό και λουζόμουν το φως της πιο όμορφης ημέρας της ζωής μου. Έριξα μία ματιά πίσω, σε εκείνο το σκοτεινό μέρος, οι παγωμένοι φίλοι μου ήταν ακόμη εκεί.
Πέρασα κι άλλα από τότε, αλλά δεν τα θυμάμαι καλά...
Τώρα πια βρίσκομαι σε ένα μέρος, που με αγαπούν, με φροντίζουν, πίνω νερό, έχω φαγητό. Είμαι στο ίδιο μέρος συνέχεια κι έχω τους ίδιους καλούς φίλους. Νομίζω ότι ανήκω σε μία ομάδα κι έχω κάποιον ρόλο σε αυτή την ομάδα.
Νομίζω ότι με αγαπούν εδώ κι ότι ποτέ δε θα με κλείσουν ξανά σε μέρος σκοτεινό.
Καμία φορά βλέπω τους φίλους που άφησα εκεί, έρχονται στον ύπνο μου... και τότε κάποιο χέρι με ξυπνάει τρυφερά με αγάπη. Σαν να θέλει να μου πει, πως πρέπει να τους αφήσω πίσω μου ως μία γλυκιά ανάμνηση και να συνεχίσω να ζω.
Νομίζω ότι με αγαπούν και θα ήθελα εκείνος ο θάνατος που με έψαχνε τότε στο σκοτάδι, να με βρει εδώ κοντά τους, στην δική τους αγκαλιά.
Έως τότε...ΖΩ...ΑΝΗΚΩ...ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ...ΑΓΑΠΩ...ΜΕ ΑΓΑΠΟΥΝ...
Ο Μελέτης
nemesis.pblogs.gr
0 σχόλια:
Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.