Ο σκυθρωπός σκύλος
Πριν κάποια χρόνια, όταν εγώ ήμουν πιο μικρός, κάποιος έδωσε στον παππού μου ένα κουτάβι.
Ήταν ένα από εκείνα που δεν ξέρω πως λέγονται κανονικά, αλλά οι περισσότεροι από εμάς, νομίζω, τα λέμε λυκόσκυλα. Από εκείνα με τα μυτερά αυτιά, και το τρίχωμα που όπως μου είπε κάποιος –δεν ξέρω αν ισχύει- αλλάζει χρώμα αργότερα, εκείνα που λένε ότι μερικές φορές μπορεί να γίνουν επικίνδυνα.
Στην αρχή όλα ήταν εντάξει. Χαρήκαμε πάρα πολύ όλοι μας, και οι γονείς μου και εγώ και η αδερφή μου. Ιδιαίτερα εγώ και η μεγαλύτερη αδερφή μου παίζαμε με τον σκύλο όλη τη μέρα, κι εκείνος έδειχνε να είναι ένα χαρούμενο κουτάβι. Ήταν χαρά μας να τον ταΐζουμε και να τον φροντίζουμε, ίσως και να τον βγάζουμε βόλτα καμιά φορά, αλλά όταν πέρασε ο καιρός και άρχισε να μεγαλώνει, η αλήθεια είναι ότι τον βαρεθήκαμε κάπως, κι έτσι η φροντίδα του έμεινε αποκλειστικά και μόνο στον παππού μου.
Ο παππούς τον τάιζε, τον έβγαζε βόλτα και φρόντιζε για τις ακαθαρσίες στην πίσω αυλή όπου βρισκόταν το σπιτάκι του σκύλου. Αλλά φαίνεται ότι καθώς όλοι μας μεγαλώναμε και καθώς ο σκύλος περνούσε το χρόνο του με το ηλικιωμένο αφεντικό του, τόσο περισσότερο ταυτιζόταν μαζί του. Ο παππούς δεν ήταν αυστηρός, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο είχε κάνει το σκύλο να τον υπακούει σε όλα. Και όλο και περισσότερο μοιάζανε ο ένας στον άλλον. Περπατούσαν στον ίδιο ρυθμό, αμίλητος ο παππούς και ήσυχος ο σκύλος, με σκυφτό το κεφάλι και το ίδιο αργό βήμα.
Τόσο πολύ ταίριαζαν που από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος ήταν ο παππούς και ποιος ο σκύλος. Ακόμη περισσότερο, όμως, η κατάσταση χειροτέρεψε όταν πέθανε η γιαγιά. Ο παππούς άρχισε να χάνεται μέσα σε μια βαθιά θλίψη, και άλλο τόσο και ο σκύλος. Δεν γάβγιζε ποτέ, δεν έκανε κανένα είδος θορύβου, στεκόταν παθητικός απέναντι στα πάντα, ακριβώς όπως και ο παππούς όταν αρρώστησε.
Οι γιατροί είχαν πει ότι έπασχε από καρκίνο, κι ενώ δεν έδειχνε να είναι έστω και λίγο θυμωμένος για την κατάστασή του, είχε στην πραγματικότητα αφεθεί ελεύθερος, είχε παραιτηθεί, είχε παραδοθεί και έκανε ό,τι του ζητούσαν οι γιατροί να κάνει, χωρίς δεύτερη σκέψη, αμίλητος και κουρασμένος, ακριβώς όπως και ο σκύλος. Τον είχα πιάσει, όμως, μερικές φορές να κλαίει, και πιστεύω ότι στην πραγματικότητα έκλαιγε διαρκώς μέσα του. Δεν ξέρω, βέβαια, αν έκλαιγε για τη γιαγιά ή για τον εαυτό του, ή για όλη την αδικία που είχε πέσει πάνω του… τον καρκίνο που τον έστειλε στον τάφο, εννοώ.
Εν πάση περιπτώσει, όλο το κλάμα και η παραίτηση –πιστεύω εγώ- ήταν σχετικές με το ότι ήθελε περισσότερο από τίποτα άλλο να σωθεί. Τελικά δεν σώθηκε. Και τον αγαπούσα. Και με έκανε κομμάτια να τον βλέπω τόσο αδύναμο χωρίς να μπορώ να τον βοηθήσω, ενώ απ’ την άλλη με νευρίαζε και με απογοήτευε η παραίτησή του. Με τρόμαζε που το πρώτο είδωλο της ζωής μου είχε ουσιαστικά σκεβρώσει απ’ το φόβο του θανάτου.
Κι έτσι ο παππούς πέθανε αφήνοντας εμένα να φροντίζω ό,τι ήταν δικό του. Το σκύλο, δηλαδή.
Και νομίζω ότι ο σκύλος κατάλαβε την απουσία του καλύτερα απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Το σκέφτηκα αυτό γιατί κάθε φορά που του πήγαινα το φαγητό του, ή που απλά πήγαινα να τον δω, εκείνος έστρεφε αλλού το βλέμμα του, γυρνούσε το κεφάλι, σαν να ήταν αμήχανος, σαν να ντρεπόταν. Έβλεπα πόσο θλιμμένος ήταν κάθε φορά που προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του, πως έκοβε μερικές μικρές βόλτες μέσα στην αυλή και πως είχε πάντα σκυμμένο το κεφάλι.
Ναι, ήταν ο σκύλος του παππού. Ήταν ο σκυθρωπός σκύλος...
writingworkspace.wordpress.com
POLY SYGGINITIKO ANATRIXIASA...
ΑπάντησηΔιαγραφή