Μια ιστορία στα μέτρα σου
Χαιρετώ σας! Ο Χουάν είμαι πάλι! Η μαμά έχει πέσει σε διαβητικό κώμα από τα μελομακάρονα και δεν μπορεί να γράψει τίποτα. Σφίγγεται, φυσάει, ξεφυσάει σα θαλάσσιος ελέφαντας, αλλά πού ιδέες!
Είπα να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα. Αλλά κι εγώ σέρνομαι. Από χαλάκι σε χαλάκι απλώνω την κορμάρα μου στον ήλιο του Γενάρη.
Σηκώνομαι λίγο για νερό, αλλάζω θέση και πάω σε διπλανή μπαλκονόπορτα όπως μετακινείται κι ο ήλιος.
Σαν το χουζούρι δεν υπάρχει. Καλές οι μάσες, καλά τα παιχνίδια, αλλά οι ξάπλες είναι η πεμπτουσία της ζωής.
Είδα λοιπόν και σήμερα πολλά όνειρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ τα πάντα. Άλλωστε, κληρονόμησα από τη μαμά την επιλεκτική μνήμη.
Γι’ αυτό, θέλω να σας πω ένα από τα ωραία που είδα.
Ήμουν λέει μάγκας. Κούκλος -καλά και τώρα κούκλος είμαι, όχι μπροστά και πίσω μου τα ίδια λέω για μένα- τακτοποιημένος, με σπιτάκι, αμαξάκι, έπιπλα, σιντιά, βιβλία, γλάστρες και ανθρώπους δεμένους στην αυλή μου.
Πριν το όνειρο, είχαν οι άνθρωποι δεμένους σκύλους. Δεν τους τάιζαν, δεν τους πότιζαν, δεν τους χάιδευαν, δεν τους έλυναν.
Τους είχαν για…συναγερμούς.
Στο όνειρο όμως, ήταν αλλιώς. Απέξω απ΄το σπίτι μου, ήταν και κάτι δίποδοι κοπρίτες μαζεμένοι, φροκτά σκελετωμένοι. Εγώ τους κυνηγούσα. Τους πετούσα πέτρες και νερά.
Ανεπίτρεπτο που υπήρχαν αδέσποτοι άνθρωποι έξω απ' την πόρτα μου!
Πήρα τηλέφωνο και το Δήμαρχο και του ‘πα να τους «τακτοποιήσει». Άλλωστε, γι’ αυτό τον ψήφισα. Με το να εξαφανίζει τις ποτίστρες τους μόνο, δεν κάναμε δουλειά. Και του θύμισα να συλλάβει και όσους σκύλους ή γάτες «παρανομούσαν» ταΐζοντας και ποτίζοντάς τους αδέσποτους στη ζούλα.
Στην πίσω αυλή είχα κάποιους ανθρώπους για αναπαραγωγή. Πείνα, αρρώστιες με το κιλό, αλλά το ζευγάρωμα, ζευγάρωμα!
Κοτσάριζα στα μωρά μετά κάτι φιόγκους και τα έδινα σε μαγαζιά να στριμώχνονται και να λιάζονται μέχρι ζαλάδας, πίσω από τη βιτρίνα. Με το αζημίωτο φυσικά.
Εξαιρετική χειρονομία τις γιορτές για τα παιδιά και όσους θέλανε να ρίξουν γκόμενες, κάνοντας ένα τρυφερό δώρο.
Αυτά τα ανθρώπινα «δώρα», τα έβρισκα μετά απέξω από την αυλή μου πάλι.
Τέλειωναν βλέπεις οι γιορτές, άρχιζαν οι εκδρομές, τους βαριόντουσαν ή χώριζαν τα ζευγαράκια και δεν ήθελαν κάτι που τους θύμιζε τον πρώην.
Το θέμα ήταν, πως αργά ή γρήγορα τα «δώρα» αυτά, κατέληγαν αδέσποτα. Να ‘χουμε βρε παιδί μου και κάτι ζωντανό να στολίζει πεζοδρόμια, κάδους και σκουπιδότοπους, πήξαμε στο δέντρο πια!
Κάποιους από αυτούς, τους μαζεύα πάλι.
Αν ήταν μεγαλόσωμοι κι αγριωποί, η καλύτερή μου. Τους έκοβα αυτιά και δάχτυλα ή τέλος πάντων ό,τι εξείχε και τους έδινα σε κάτι τύπους που τους βάζανε σε αγώνες.
Εκεί να δεις στοιχήματα, λεφτά και τζόγος! Κι όχι φλουφλέ καταστάσεις, μέχρι θανάτου ο αγώνας. Να έχει ο λαός ωραία θεάματα να περνάει την ώρα του.
Άλλους τους πούλαγα σε κυνηγόσκυλα. Να έχουνε ένα βοηθό όταν τουφέκιζαν ανθρώπους από αγάπη για τη φύση. Να φέρνουνε τα πτώματα, να βγουν και οι αναμνηστικές φωτογραφίες όπως συνηθίζεται.
Βέβαια, κάποιοι δίποδοι δεν το άντεχαν όλο αυτό. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για τόσο αγνά σπορ.
Οπότε, οι κυνηγόσκυλοι ή τους παρατούσαν σε βουνά και σε λαγκάδια να ψοφήσουν ή, επειδή ήτανε μεγάλες καρδιές, τους εκτελούσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Να μην ταλαιπωρούνται οι καημένοι.
Εμένα βέβαια, περισσότερο μου άρεσε το εργοστάσιο.
Εκεί που τους έκανα πειράματα για βαφές, φάρμακα και καλλυντικά. Α, κι εκεί που τους έγδερνα ζωντανούς για ρούχα και αξεσουάρ του τζάμπα.
Έβλεπα που λέτε, ότι έπιασα μια θείτσα εδώ της γειτονιάς και της έβγαζα όλο το πατσουρόδερμα για να ντύσω πολυθρόνα, να κάθομαι να απολαμβάνω τον καπουτσίνο μου στο τζάκι.
Και πάνω που είχε αρχίσει το καλύτερο, το σερβίρισμα της φόλας, πάει και χτυπάει το τηλέφωνο!
Ε , όχι ρε παιδιά! Μη με ξυπνάτε από το όνειρο!
Τίνα Βάμβουρα
0 σχόλια:
Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.