Το τελευταίο ''σ' αγαπώ''
Και έτσι μια μέρα έφυγες.
Αφήνοντας κενό στη ζωή και την ψυχή μου.
Θυμάμαι όταν σε πρωτοπήρα. Μια σταλιά πλασματάκι, περιφερόσουν στο δρόμο.....
Με πλησίασες κουνώντας την ουρίτσα σου. Τι αθώο που ήσουν , μα και τι έξυπνο παράλληλα. Κατάλαβες αμέσως πως αγαπώ τα ζώα.
Έσκυψα να σε χαϊδέψω...και έκλεισες τα ματάκια σου τα όμορφα. Πόση ανάγκη είχες αυτό το χάδι!
Έκανα να φύγω, βιαζόμουν, πήγαινα στη δουλειά. Μα εσύ με κοίταξες με βλέμμα παραπονεμένο και με ακολούθησες. "Αχ τι μου κάνεις" σκέφτηκα. Πού να σ΄αφήσω τώρα;
Κούνησες την ουρίτσα σου χαρωπά, έγειρες το κεφαλάκι σου και ακούμπησες το μικρό κορμάκι σου στα πόδια μου. "Πάρε με" μου έλεγες, "μη μ΄αφήνεις". Και έτσι σε πήρα. Και έτσι ξεκίνησε το κοινό μας ταξίδι , που κράτησε 14 ολόκληρα χρόνια.
Ήσουν το γέλιο μου, η χαρά της ζωής μου. Η συντροφιά μου όταν γύριζα στο σπίτι, η "αδελφή ψυχή" μου, που ένιωθε τα πάντα.
Αρκούσε ένα κοίταγμά μου για να σε κάνει ευτυχισμένο, ένα χάδι μου για να πιστέψεις ότι ήσουν πλούσιος σ΄αυτή τη ζωή.
Μοιράστηκα τα πάντα μαζί σου. Τις μοναχικές μου βόλτες , τα άγρυπνα βράδυα, τον ενθουσιασμό μου στις επιτυχίες, την απογοήτευσή μου στις αποτυχίες.
Σε θυμάμαι να είσαι κολλημένος πάνω μου και να μην φεύγεις στιγμή από δίπλα μου όταν ήμουν άρρωστη. Σε θυμάμαι να κλαίω και να έρχεσαι να μου γλύφεις με τη γλωσσούλα σου τα δάκρυα.
Σε θυμάμαι να χώνεσαι στα σκεπάσματα το χειμώνα και να κολλάς πάνω μου βγάζοντας έναν γλυκό αναστεναγμό. Σε θυμάμαι να με κοιτάζεις με παράπονο κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι και να χοροπηδάς από τη χαρά σου όταν γύριζα.
Άκουγα τα πατουσάκια σου στο πάτωμα που έτρεχαν για να 'ρθουν κοντά μου και έλεγα: "Να τος, να τος, έρχεται ο εισβολέας" Και αμέσως έδινες ένα μεγάλο σάλτο και έπεφτες στην αγκαλιά μου και με γέμιζες φιλιά.
Μα τι πλάσμα είσαι εσύ; Σκεφτόμουν. Δεν έλειπα δα και μήνες. Για σένα όμως αυτές οι λίγες ώρες του αποχωρισμού ήταν αιώνας. Τόσο δεν άντεχες μακριά μου. Τόσο πολύ με λάτρευες.
Ήσουν η ψυχή του σπιτιού, η ζωή της ζωής μου, το άλλο μου μισό. Ποτέ δεν ένιωσα μόνη, ποτέ το σπίτι δεν ήταν άδειο και ψυχρό, γιατί το ζέσταινε η γλυκιά σου αύρα, η μεγάλη σου καρδιά, το πονηρό σου το μουτράκι.
Έτρεμα τη μέρα που θα σε χάσω. Φοβόμουν τη στιγμή που δεν θα σε είχα πια κοντά μου. Και εσύ, σαν να το ένιωθες, με παρηγορούσες κάνοντας τρέλλες και μπερδευόσουνα στα πόδια μου, σαν να μου έλεγες: "Ε...εδώ είμαι, ζήσε τις στιγμές, παίξε μαζί μου και ξέχνα όλα τ΄άλλα".
Και τώρα έφυγες ψυχή μου....και τώρα μ΄άφησες μόνη. Ράγισε η καρδιά μου, άδειασε η ζωή μου, ασχήμηναν οι μέρες μου...
Μα ακόμα και τώρα, στη στερνή στιγμή σου, λίγο πριν φτερουγίσει η ψυχούλα σου και φύγεις μακριά μου, ένιωσα την αγάπη σου και το ευχαριστώ σου, όταν σκυμμένη πάνω σου όπως ήμουν, έγειρες το κεφαλάκι σου και μου έδωσες το τελευταίο φιλί.
Και ναι, το ξέρω. Ήταν το τελευταίο σου Σ΄ΑΓΑΠΩ. ΖΩΗ ΜΟΥ.
Αφήνοντας κενό στη ζωή και την ψυχή μου.
Θυμάμαι όταν σε πρωτοπήρα. Μια σταλιά πλασματάκι, περιφερόσουν στο δρόμο.....
Με πλησίασες κουνώντας την ουρίτσα σου. Τι αθώο που ήσουν , μα και τι έξυπνο παράλληλα. Κατάλαβες αμέσως πως αγαπώ τα ζώα.
Έσκυψα να σε χαϊδέψω...και έκλεισες τα ματάκια σου τα όμορφα. Πόση ανάγκη είχες αυτό το χάδι!
Έκανα να φύγω, βιαζόμουν, πήγαινα στη δουλειά. Μα εσύ με κοίταξες με βλέμμα παραπονεμένο και με ακολούθησες. "Αχ τι μου κάνεις" σκέφτηκα. Πού να σ΄αφήσω τώρα;
Κούνησες την ουρίτσα σου χαρωπά, έγειρες το κεφαλάκι σου και ακούμπησες το μικρό κορμάκι σου στα πόδια μου. "Πάρε με" μου έλεγες, "μη μ΄αφήνεις". Και έτσι σε πήρα. Και έτσι ξεκίνησε το κοινό μας ταξίδι , που κράτησε 14 ολόκληρα χρόνια.
Ήσουν το γέλιο μου, η χαρά της ζωής μου. Η συντροφιά μου όταν γύριζα στο σπίτι, η "αδελφή ψυχή" μου, που ένιωθε τα πάντα.
Αρκούσε ένα κοίταγμά μου για να σε κάνει ευτυχισμένο, ένα χάδι μου για να πιστέψεις ότι ήσουν πλούσιος σ΄αυτή τη ζωή.
Μοιράστηκα τα πάντα μαζί σου. Τις μοναχικές μου βόλτες , τα άγρυπνα βράδυα, τον ενθουσιασμό μου στις επιτυχίες, την απογοήτευσή μου στις αποτυχίες.
Σε θυμάμαι να είσαι κολλημένος πάνω μου και να μην φεύγεις στιγμή από δίπλα μου όταν ήμουν άρρωστη. Σε θυμάμαι να κλαίω και να έρχεσαι να μου γλύφεις με τη γλωσσούλα σου τα δάκρυα.
Σε θυμάμαι να χώνεσαι στα σκεπάσματα το χειμώνα και να κολλάς πάνω μου βγάζοντας έναν γλυκό αναστεναγμό. Σε θυμάμαι να με κοιτάζεις με παράπονο κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι και να χοροπηδάς από τη χαρά σου όταν γύριζα.
Άκουγα τα πατουσάκια σου στο πάτωμα που έτρεχαν για να 'ρθουν κοντά μου και έλεγα: "Να τος, να τος, έρχεται ο εισβολέας" Και αμέσως έδινες ένα μεγάλο σάλτο και έπεφτες στην αγκαλιά μου και με γέμιζες φιλιά.
Μα τι πλάσμα είσαι εσύ; Σκεφτόμουν. Δεν έλειπα δα και μήνες. Για σένα όμως αυτές οι λίγες ώρες του αποχωρισμού ήταν αιώνας. Τόσο δεν άντεχες μακριά μου. Τόσο πολύ με λάτρευες.
Ήσουν η ψυχή του σπιτιού, η ζωή της ζωής μου, το άλλο μου μισό. Ποτέ δεν ένιωσα μόνη, ποτέ το σπίτι δεν ήταν άδειο και ψυχρό, γιατί το ζέσταινε η γλυκιά σου αύρα, η μεγάλη σου καρδιά, το πονηρό σου το μουτράκι.
Έτρεμα τη μέρα που θα σε χάσω. Φοβόμουν τη στιγμή που δεν θα σε είχα πια κοντά μου. Και εσύ, σαν να το ένιωθες, με παρηγορούσες κάνοντας τρέλλες και μπερδευόσουνα στα πόδια μου, σαν να μου έλεγες: "Ε...εδώ είμαι, ζήσε τις στιγμές, παίξε μαζί μου και ξέχνα όλα τ΄άλλα".
Και τώρα έφυγες ψυχή μου....και τώρα μ΄άφησες μόνη. Ράγισε η καρδιά μου, άδειασε η ζωή μου, ασχήμηναν οι μέρες μου...
Μα ακόμα και τώρα, στη στερνή στιγμή σου, λίγο πριν φτερουγίσει η ψυχούλα σου και φύγεις μακριά μου, ένιωσα την αγάπη σου και το ευχαριστώ σου, όταν σκυμμένη πάνω σου όπως ήμουν, έγειρες το κεφαλάκι σου και μου έδωσες το τελευταίο φιλί.
Και ναι, το ξέρω. Ήταν το τελευταίο σου Σ΄ΑΓΑΠΩ. ΖΩΗ ΜΟΥ.
ti gluko :(
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΙ ΕΜΕΝΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΙΔΙΑ ΕΚΑΝΕ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΣΑ ΠΟΥ ΕΒΓΑΛΕ...ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΑΝΤΙΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφή