Ιστορία: Λωξάνδρα και Μπαταφούνγκας




Είχα καιρό να περάσω από τούτη τη μεριά της γειτονιάς μου. Μνήμες ξεθωριασμένες που όμως μύριζαν ακόμα σαν φρέσκιες. Εικόνες καθαρές σα να μου έδειχνες φωτογραφίες. 

Στάθηκα για λίγο στο παλιό γιαπί -γιαπί ήταν ακόμα- που στέγαζε την προχειροκαμωμένη παράγκα του Τήλιου. Τσαλακωμένα μέσα στη σκουριά κομμάτια τσίγκου τοποθετημένα ολόγυρα, δεμένα με σύρμα στις γυμνές κολώνες. Δεν χρειαζόταν οροφή, το ρόλο αυτό τον έπαιζε η πλάκα. Έδενε θυμάμαι από πάνω κουβέρτες και χαλιά που έβρισκε στα σκουπίδια να ζεστάνει το χώρο του. Ο Τήλιος, ο ζωγράφος . Δε θυμάμαι από πού έβγαινε το όνομά του. Θυμάμαι τον συμπαθούσα. Ήθελα κι εγώ να γίνω ζωγράφος. 

Σε μια γωνιά της παράγκας, δίπλα από τα τελάρα και τις μπογιές, ήταν πάντα στρωμένο ένα παχύ χαλάκι για το φίλο του. Τον αγαπημένο αλήτη της γειτονιάς. Τον Μπαταφούνγκα. Τι όμορφο όνομα! 

Πώς δονούνται οι ήχοι καθώς το προφέρεις! Και πόσο ταίριαζε με τη φάτσα του! Γιγάντιος, απροσδιορίστου ράτσας, με μεγάλα χοντρά αυτιά, δασύ στα χρώματα του μελιού τρίχωμα και πατούσες βαριές σαν της καμήλας. Μάλλον ο Τήλιος τον είχε βαφτίσει έτσι.  Δεν του ανήκε όμως, ήταν όλης της γειτονιάς. Κάθε μέρα πέρναγε από όλα τα σπίτια λες και ήθελε να μας χαιρετίσει έναν-έναν προσωπικά. Ένα χάδι, ένα κομμάτι μεζές, δυο πηδήματα χαράς του αρκούσαν. Τον αγαπούσαμε όλοι σα παιδί μας. Εμείς τον είχαμε μεγαλώσει. Όταν έπρεπε συγκεντρώναμε χρήματα, τα δίναμε στον ζωγράφο -σαν εκπρόσωπο του- κι εκείνος τον πήγαινε για εμβόλια. Ένας απόλυτα υγιής φίλος και φύλακάς μας που δεν θα τολμούσα, ακόμα και τώρα αναφερόμενος σ’ αυτόν, να πω ότι ήταν σκύλος. Τόσο έξυπνος ήταν.

Τρεις και τέσσερις φορές κάθε μέρα περνούσε από όλα τα σπίτια. Τα μεσημέρια άραζε στη μέση της διασταύρωσης και τον έπαιρνε λιγάκι. Τα αυτοκίνητα -λίγα εκείνη την εποχή- έκαναν μανούβρα να περάσουν γιατί δεν σηκωνόταν. Τ’ απογεύματα που παίζαμε μπάλα στην αλάνα ερχόταν και μας έβλεπε . Καμιά φορά –άμα δεν είχαμε- τον βάζαμε να παίξει τέρμα. Και ήταν καλός! Πήδαγε μέχρι εκεί πάνω να διώξει το τόπι με τις πατουσάρες του. 

Ήταν και αλάνι όμως ο φίλος μας. Γκομενιάρης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον πετυχαίναμε σε άλλες γειτονιές πίσω από κάποια θηλυκά στις μέρες τους. Μπερμπάντης σωστός. Πολυγαμικός μάγκας παρ’ ότι είχε σύζυγο. Ναι, τον είχαμε παντρέψει μια Κυριακή πριν από χρόνια με τη Λούση, την υπέροχη σκυλίτσα της κυρά-Κούλας. Μαζευτήκαμε τότε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και σε μια γρήγορη μα σεμνή τελετή τους ενώσαμε για πάντα εις γάμον Κυρίου. «Αρραβωνίζεται  ο δούλος του Θεού Μπαταφούνγκας την δούλην του Θεού -δεν του πήγαινε καλά το Λούση- Λωξάνδρα» απήγγειλε με στόμφο ένα παιδί κι από τότε της έμεινε το όνομα. Όλοι, εκτός απ την κυρά-Κούλα , την φωνάζαμε έτσι. Ήταν όμορφη και λάτρευε τον άντρα της συγχωρώντας πάντα τις απιστίες του. Εκείνος, πριν πέσει ο ήλιος, κάθε μέρα πήγαινε να δει την καλή του και μετά βόλτα για γυναίκες.

Προχώρησα. Ήθελα δεν ήθελα θα πέρναγα από το καφενείο του κυρ-Μπάμπη. «Πώς να έχει γίνει τώρα, θα υπήρχε ακόμα»; συλλογίστηκα και έστριψα για τη μικρή πλατεία. Από μακριά είδα φώτα. Δεν είναι δυνατόν, μου είχαν πει ότι από τότε που πέθανε ο καφετζής -είκοσι χρόνια τώρα- δεν ξανάνοιξε ποτέ. Πλησίασα. Δε μπορεί, θα είναι οι αντανακλάσεις από τα πίσω φώτα του πλακόστρωτου. Σχεδόν κόλλησα τα μούτρα μου στη τζαμαρία βάζοντας τα χέρια μου να κάνουν σκιά στα μάτια για να δω. 

Κόσμος! Οι μόνιμοι θαμώνες κι άλλοι που δεν τους ήξερα πίναν καφέ ή κονιάκ και χαρτόπαιζαν. Κάπνα ασφυξίας, οχλαγωγία και δυνατά κοπανήματα στα πούλια απ’ το τάβλι. Ακούμπησα τ’ αυτί μου ν’ ακούσω κάποιον που μιλούσε πιο δυνατά απευθυνόμενος σε όλους. Αμέσως γνώρισα τη φωνή. Ο κυρ-Μήτσος με τα καρπούζια. Το κάρο του ήταν ακόμα αραγμένο πιο κάτω -το είδα περνώντας- σκουριασμένο και μπανταρισμένο. Μα ζούσε ακόμα αυτός; Πόσο χρονών ήτανε, εκατό;

- Μάγκες , ο θεολόγος τη βγάζει δε την βγάζει.

- Που τον έχουνε ρε Μήτσο;

- Εντατική στον Ευαγγελισμό. Εντάξει, κανένας δεν τον «πήγαινε» στη γειτονιά αλλά όχι κι έτσι.

Ο θεολόγος -κανείς δεν ήξερε το όνομά του- ήταν ένας σνομπ τύπος, συνταξιούχος καθηγητής, που δε μιλούσε ποτέ με κανέναν. Απαξιούσε. Κυνηγούσε τα παιδιά που παίζανε μπάλα με τέρμα τον τοίχο του και με το παραμικρό καλούσε το εκατό. Μισούσε ακόμα και τα χνώτα του. Είχε και σκύλο. Μια φρεσκολουσμένη Λάσι (Κόλεϋ) που την έβγαζε βόλτα στο άλσος, πάντα δεμένη με το λουρί της μη την αγγίξει κάνας κοπρίτης κι εκείνη καμάρωνε. 

- Για λέγε ρε καρπουζά, γιατί πολλά ακούγονται.

- Τι να σας πω, ό,τι μου είπαν τα παιδιά μου, δεν ήμουν εκεί εγώ. Αυτός λοιπόν, ο καθηγητής, είχε βγάλει όπως πάντα βόλτα το κωλόσκυλό του.

- Όμορφο σκυλί είναι ρε, σαν τη Λάσι στην τηλεόραση, γιατί το λες έτσι;

- Γιατί δεν «πάω» τ’ αφεντικό του.

- Μ...... είναι. Χαφιές. Κανένας δεν τον «πάει».

- Σύμφωνοι, αλλά να πάθει τέτοιο κακό για ένα σκυλί;

- Αυτό Μήτσο το ένα σκυλί δεν είναι όποιο κι όποιο. Για λέγε όμως παρακάτω.

- Ε, το πήγε στο άλσος να κατουρήσει και όπως γύρναγε εδώ στα νεόκτιστα, φαίνεται το σκυλί ήταν στις μέρες του, το μύρισε ο Μπαταφούνγκας και καταλαβαίνετε. Ρε, τι πέτρες του πέταξε, τι κλωτσιές του έριξε! 

- Ο θεολόγος έβγαζε αφρούς απ το στόμα. Τράβαγε το δικό του απ’ τα μαλλιά, χτυπούσε το αρσενικό με λύσσα, αλλά τίποτα. Πήρε μια μεγάλη πέτρα και του την αμόλησε στο κεφάλι. Το σκυλί ούρλιαξε, γρύλισε μα δε μπορούσε να αμυνθεί. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Τι του μπήκε ο διάολος και βούτηξε μια μπετόβεργα απ’ την οικοδομή; Κουνώντας τη απειλητικά στον αέρα γύρισε στα σκυλιά. Κάτι παιδιά του φώναξαν να σταματήσει αλλά τίποτα. Είχε τρελαθεί. Κοπάνησε μία γερή στην πλάτη του Μπαταφούνγκα κι άλλη μία στο κεφάλι αφήνοντάς τον ξερό. Δε σταμάτησε όμως ούτε εκεί. Συνέχισε να χτυπάει το λιπόθυμο φίλο μας αλύπητα. Δεν ξέρω πόσες έφαγε ο κακομοίρης πριν του πάρουν τα παιδιά το σίδερο απ’ τα χέρια. Τον είχε διαλύσει. Του είχε σπάσει όλα τα κόκαλα. Άσε που τον είχε γεμίσει πληγές και αίματα παντού.

- Ρε, τον κακομοίρη τον Μπαταφούνγκα τι του έμελε να πάθει! Πέθανε τελικά;

- Δεν ξέρω. Τα παιδιά σφυρίξανε το περιστατικό στον Τήλιο κι εκείνος ήρθε και τον πήρε αγκαλιά στην καλύβα του στο γιαπί.

- Και μετά;

- Μετά αρχίζει το πανηγύρι. Ο ζωγράφος τρελαμένος -τα πιτσιρίκια μου είπαν δεν τον είχαν ξαναδεί έτσι- βρήκε την ίδια τη μπετόβεργα τη ματωμένη, πήγε στο σπίτι του καθηγητή, του χτύπησε το κουδούνι, τον ρώτησε «Είστε ο κύριος με τη Λάσι;» και χωρίς δεύτερη κουβέντα τον βάρεσε με το ίδιο σίδερο χίλιες φορές. Τον άφησε σέκο. Πρέπει να του ‘σπασε πόδια, χέρια και όλα τα παΐδια. Έπειτα βγήκε στο πεζοδρόμιο άλαλος κάθισε κάτω κι άναψε τσιγάρο. Πριν το τελειώσει, είχαν έλθει οι μπάτσοι και τον πήρανε. Τους είχε φωνάξει η γυναίκα του μ......

- Μα να τον χτυπήσει τόσο πολύ; Τρελός θα είναι! Καλλιτέχνες σου λέει μετά... Ήρεμοι άνθρωποι, καλλιεργημένοι... Ακούστηκε μια τρίτη φωνή νεόφερτη -δεν την ήξερα- σχεδόν απαξιωτική. Ήταν η φωνή του χαρακτηριστικού τύπου που κατηγορεί τους πάντες και έχει γνώμη για όλα. Η βραχνάδα του γυμνασιάρχη που μέχρι τώρα δεν είχε ακουστεί, ήλθε να του απαντήσει.

- Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο αν δεν έχουμε πλήρη εικόνα των συμβάντων. Και τι σημαίνει «Καλλιτέχνης είναι»; Άνθρωπος σαν κι εμάς είναι κι αυτός. Η διαφορετικότητά του δεν μας εξουσιοδοτεί να τον κρίνουμε με άλλα μέτρα όταν πρόκειται για την καθημερινότητά μας. Και ποιες από τις ευαισθησίες του δεν είναι ανθρώπινες; Όλοι ίδιοι είμαστε. Τουναντίον τον συγκεκριμένο ζωγράφο τον Τήλιο τον γνωρίζω καλά, γιατί πέρα από εξαιρετικά ταλαντούχος είναι και μέγας ανθρωπιστής. Η τέχνη είναι άλλο πράγμα. Σε στιγματίζει, συμφωνώ, αλλά σε οδηγεί και σε άλλα μονοπάτια. Σε κάνει να θέλεις διαρκώς ν’ απαλλαγείς από τις μικρές ανούσιες αξίες και να στρέψεις τη ρότα σου σε άλλους, πιο πνευματικούς δρόμους. Εκείνο δε που πραγματικά αλλάζει στον αληθινό καλλιτέχνη και είναι ορατό εύκολα σ’ εμάς τους υπόλοιπους είναι το μέτρο στα συναισθήματα. Ο παλμός που χτυπάει διαφορετικά. Αν φερ’ ειπείν εσύ κι εγώ, με άριστα το δέκα βιώνουμε μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα με πέντε, ο Τήλιος το ζει με δεκαπέντε. 

- Δηλαδή γυμνασιάρχα μου έπρεπε να τον βαρέσει τόσο; 

Χάθηκα μες τις κουβέντες τους και στη διήγησή τους. Τα θυμήθηκα όλα. Τα είχα ζήσει. Ήμουν ένα απ τα παιδιά.

Ξαφνικά οι φωνές έσβησαν, τα φώτα ‘γίναν πάλι οι αντανακλάσεις απ’ το πλακόστρωτο κι οι θαμώνες εξαφανίστηκαν. 

Δεν ξέρω αν η φαντασία μου τα έπλασε όλα αυτά. Ξέρω ότι ο καφετζής έχει πεθάνει πολλά χρόνια τώρα. Δεν ξέρω τι απέγινε ο θεολόγος -έζησε, δεν έζησε- και αν βγήκε ποτέ από τη φυλακή ο Τήλιος. 

Ξέρω ότι η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Ξέρω ότι ο Μπαταφούνγκας έσβησε μόνος στο παχύ χαλάκι κι ότι ένα μήνα μετά τον ακολούθησε η Λωξάνδρα από μαράζι...

duendemagazine.gr

0 σχόλια:

Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.

Copyright © 2013 DogWorld