Επέτειος γάβου!
Λένε πως η αγάπη σε βρίσκει όταν δεν την περιμένεις.
Όταν δεν την ψάχνεις, δεν την κυνηγάς, δεν την ζητιανεύεις, δεν την προγραμματίζεις. Έρχεται ξαφνικά σαν την καταιγίδα, όταν η ΕΜΥ έχει προβλέψει καύσωνα και ηλιοφάνεια.
Εμένα με βρήκε στις 13 Δεκεμβρίου 2005.
Μεγάλες καταιγίδες, για πολλές μέρες. Εκείνο το βράδυ ήμουν στη δουλειά και η φίλη μου η Αριστέα, που χρόνια έσωζε αδέσποτα, μου μίλησε για ένα μικρούλι σκυλόμουτρο που ξέβρασε το «κύμα» στα λημέρια της.
Έψαχνε κάπου να το δώσει, να γλιτώσει από το κρύο, την πείνα, τα άλλα μεγαλύτερα σκυλιά που το έβλεπαν για κεφτέ, τις φόλες, τα αυτοκίνητα.
Χωρίς δισταγμό, της είπα να πάμε να τον πάρουμε.
Σχολάσαμε δέκα και μισή και πήγαμε κατευθείαν. Ήμουν αποφασισμένη πως αυτό το μικρό, μόλις δυο κιλά και οκτακόσια γραμμάρια τότε, δεν μπορεί να ξαναβγεί στους δρόμους. Πως δεν μπορεί να γλίτωσε από όλα όσα πέρασε, παρά μόνο γιατί ήταν γραφτό να συναντηθούμε.
Δεν ήξερα καν πώς είναι. Δεν είχε σημασία. Κάτι μέσα μου έλεγε πως είναι για μένα.
Μπήκαμε στο σπίτι της θείας της, που το φιλοξενούσε.
Κιχ δεν ακουγόταν. Τι ήσυχο παιδί σκέφτηκα…Πού να ξέρω πως ήταν επειδή είχε φάει το καταπέτασμα και είχε βαρυστομαχιάσει. Κατάφερε να πείσει την θεία πως έπρεπε να φάει τα πάντα όλα, σα να μην υπάρχει αύριο!
Κι έτσι, τον βρήκαμε να έχει «καταστολίσει» το δωμάτιο που αναπαυόταν μετά το βραδινό. Γιατί η τροφή που μπαίνει, από κάπου πρέπει να βγει.
Η κοιλιά του, κάτι που ήταν κοντοστούπης, κάτι που είχε βαρύνει τόσο, ακουμπούσε το πάτωμα. Έμοιαζε με σκελετωμένο αρουραίο, με τουρλωμένη κοιλιά και μπλε ζιπούνι!
Τον άρπαξε η Αριστέα και μου τον έδωσε.
«Δικός σου!» μου είπε και τότε ο μικρός γραπώθηκε με τα νυχάκια του πάνω στην μπλούζα μου και είδα τα μάτια του. Ε, λοιπόν αυτό το αγόρι με τα μάτια τα μελιά, όπως του τραγουδάω και πάει και κρύβεται για να μη με ακούει, ήταν σίγουρα δικό μου.
Όχι κτήμα. Κάτι σαν το παιδί που δεν γέννησα, αλλά λαχτάρησα πολύ.
Κι από τότε, αυτός κι εγώ μαζί.
Η ζωή μου άλλαξε. Έγινε πιο γλυκιά. Με περισσότερο νόημα.
Δεν ήμουν μόνη ανάμεσα στον κόσμο που με περιέβαλλε. Είχα το φιλαράκο μου, που πάντα είναι κολλημένος πάνω μου, πάντα ξέρει και μυρίζεται τι έχω, πώς είμαι κι αν χρειάζομαι φιλάκια για να περάσουν τα νεύρα, οι στεναχώριες, το άγχος, οι φόβοι.
Έχουμε περάσει πολλά, άλλα καλά, άλλα δύσκολα. Πολλά άλλαξαν, άνθρωποι έφυγαν, οι καταστάσεις δεν είναι πια ίδιες, αλλά η αγάπη μας είναι μια σταθερά.
Με αγαπάει και τον αγαπάω, όπως την πρώτη μέρα και ίσως περισσότερο.
Είναι η μόνη αγκαλιά που ξέρω πως θα με περιμένει πάντα, όσο υπάρχουμε σε αυτή τη ζωή.
Καμιά φορά, αναρωτιέμαι αν έχω κάνει αρκετά για αυτόν, αν του έχω δείξει πόσο τον αγαπάω και πόσο τον ευχαριστώ.
Είναι πολλές οι αναμνήσεις και πολύτιμες.
Όταν δεν έχω κέφια, θυμάμαι. Θυμάμαι τις σκανδαλιές, τα σκέρτσα, τα νάζια, τις καταστροφές, τα παιχνίδια, τα γέλια. Κι αμέσως η διάθεσή μου αλλάζει.
Είναι στιγμές γεμάτες συναίσθημα, απλότητα κι αλήθεια. Μόνο όσοι αξιώθηκαν μιας τέτοιας σχέσης μπορούν να καταλάβουν πόσο τυχερή είμαι και πόσο ευγνωμονώ την τύχη που μου έστειλε αυτό το φιλαράκι.
Οι υπόλοιποι, απλώς θα αναρωτιούνται το γνωστό… «μα καλά, όλα αυτά ένα ζωάκι;».
Ναι, όλα αυτά ένα ζωάκι, που όσο μπόι του λείπει, τόσα πολλά δίνει.
Μακάρι όλοι να έχουν κάποτε μια τέτοια αγάπη.
Είναι η μόνη που μένει πάντα ακλόνητη, που δεν ξεθωριάζει στο χρόνο.
Τίνα Βάμβουρα
eyedoll.gr
0 σχόλια:
Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες. Σχόλια άσχετα με το δημοσιευμένο θέμα θα διαγράφονται.