Προσοχή, ο σκύλος δεν δαγκώνει
Όταν ήμουν μικρή προσπαθούσα να πείσω τη μάνα μου να με αφήσει να φέρω κουτάβι στο σπίτι ή έστω μια γατούλα.
Η μόνιμη επωδός ήταν: "Το θέλεις, ψητό στο φούρνο με πατάτες ή στην κατσαρόλα κοκκινιστό, με χοντρό μακαρόνι;".
Είχα πειστεί πως αν και δεν έζησε στην Κατοχή, σίγουρα από κάποιον είχε ακούσει πως τα συγκεκριμένα ζωάκια τρώγονται άνετα.
Δε ρίσκαρα να τη φέρω προ τετελεσμένου γεγονότος και να γυρίσει μια μέρα απ’ τη δουλειά, να με βρει με ένα ζωάκι και την επόμενη στιγμή να με αναγκάσει να το φάω.
Έβαλα τα μεγάλα μέσα, τον πατέρα. Εκείνου τα χατίρια του τα έκανε συνήθως κι ήταν κι αυτός φιλόζωος.
Είχε μεγαλώσει με πολλά ζώα και δεν άντεχε στην εικόνα των αδέσποτων.
Τζίφος. Εκεί η απάντηση ήταν διαφορετική: "Μόνο πάνω από το πτώμα μου. Ή εγώ ή το ζώο. Τι να τον κάνετε το σκύλο; Έχετε εμένα το ροτβάιλερ".
Κι εδώ που τα λέμε, για ροτβάιλερ άνετα περνούσε. Ούτε χαδάκια, ούτε αγαπούλες, ούτε χατίρια, ούτε ειδική μεταχείριση σε μας. Και νηστικούς δυο μέρες αν δε μας άρεσε το φαγητό.
Ήταν πολύ "τρυφερή" η μανούλα μου…Όλα τα παιδάκια μόλις χτυπάνε, λένε «θέλω τη μαμά μου». Εγώ έλεγα: «θάψτε με κάπου πρόχειρα, μόνο μη με δει η μάνα μου».
Με τα πολλά παρακάλια και με τη συνδρομή του αδερφού μου, μας πήρε δυο παπαγαλάκια.
"Από το ολότελα" λέγαμε μέσα μας και κρατούσαμε μια κρυφή ελπίδα πως θα συνηθίσει στην ιδέα και κάποια στιγμή θα δούμε στο σπίτι κάτι σε τέσσερα πόδια.
Αλλά η μάνα, βράχος. Όσο μια γάτα θα ζητήσει να κάνει αφρόλουτρο, άλλο τόσο κι η δική μας θα επέτρεπε ζώο στο σπίτι.
Κι όταν δυστυχώς κάποια στιγμή τα παπαγαλάκια μας άφησαν χρόνους και είδε τη στεναχώρια και το δράμα, μας το έτριψε στη μούρη, πως αν είναι να πηγαίνουμε στον τάφο κάθε φορά που κάποιο ζωάκι πεθαίνει, να μας λείπει το βύσσινο.
Κλάψε μετά αν μπορείς…
Τη φανταζόμουν πάντα σαν τέρας, πράγμα ανεξήγητο, γιατί ποτέ δεν είχε χτυπήσει ή πειράξει ζώο.
Ίσως και να ‘φταιγαν οι εφιάλτες που έβλεπα. Ένα ροτβάιλερ να μαγειρεύει γάτες στην κουζίνα μας.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά ο αδερφός της. Ανέλαβε τη φροντίδα του μικρού Γιορκσάιρ που είχε, τη Νίνα. Και το φρόντιζε πολύ. Και το λυπόταν που έχανε τον κηδεμόνα της, ο οποίος την είχε κακομάθει φρικτά.
Όταν κι ο αδερφός της αποδήμησε εις Κύριον, είπαμε δεν μπορεί, θα την κρατήσουμε εμείς τη σκυλίτσα.
Κρατήσαμε τελικά μια φωτογραφία που ήμασταν με τον αδερφό μου αγκαλιά μαζί της.
Η Νίνα πήγε στη φίλη του θείου μου και ποτέ δεν την ξανάδαμε. Μαθαίναμε όμως πως αγάπησε πολύ την καινούρια κηδεμόνα, τόσο που δεν την άφηνε να κοιμάται με τον άντρα της.
Μεγάλωσα και είχα πάρει απόφαση πως σκύλο και γάτα θα βλέπω μόνο ζωγραφιστό, στην τηλεόραση και στους δρόμους, αλλά όχι μέσα στο δικό μας σπίτι.
Ποτέ μη λες ποτέ όμως κι έτσι ένα παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη γύρισα σπίτι με τον μικρό αγόραρο. Μια σταλιά πράγμα, 2.800 γραμμάρια. Περισσότερο ζύγιζα όταν γεννήθηκα.
Εκείνο το βράδυ έγινε ο χαμός στο σπίτι.
Πάντα φανταζόμουν αυτό που λέγανε "η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου" αλλά στο περίπου.
Ε, την έζησα! Και με τι δεν προσπάθησε να μας μεταπείσει, μέχρι που απείλησε πως θα φύγει από το σπίτι. Είχαμε αντιληφθεί πόσο υποχόνδρια είναι και πως δε θα το έβαζε στις αγαπημένες κατσαρόλες της και τα ταψιά της, οπότε παραμέναμε αμετακίνητοι.
Αμετακίνητοι εμείς κι η μάνα να λυσσάει.
Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Ο μικρός ήταν ήσυχος, αλλά εγώ φοβόμουν μην ανοίξω τα μάτια την άλλη μέρα και δεν τον βρω στο σπίτι.
Εκείνο το πρωί όμως, έγινε το θαύμα.
Πήγε ο μικρός κοντά της, δεν τη φοβήθηκε, έκανε τα τσαλίμια, τις γλύκες, τις αγάπες και όλα τα συναφή κι ο βράχος μάνα έγινε σκόνη και θρύψαλα.
Στην αρχή δεν την πίστεψα. Νόμιζα πως ρίχνει στάχτη στα μάτια. Φυλάγαμε βάρδιες μη μείνει ο μικρός μόνος μαζί της, του ανοίξει την πόρτα και μην τον είδατε τον Κίτσο το λεβέντη.
Οι μέρες περνούσαν. Του έφερνε παιχνίδια, λιχουδιές, ζιπουνάκια. Και μας έλεγε πως δεν είμαστε άξιοι εμείς να φροντίσουμε ένα "παιδί".
Ακόμα και τώρα, ο σκύλος ξέρει πως μια σακούλα από αυτές που κρατάει γυρίζοντας, σίγουρα είναι δική του και χώνει αμέσως την κεφάλα του να δει τι του ‘φερε η γιαγιά.
Δεν πίστευα πως ένας σκύλος μπορεί να ανατρέψει τα πάντα σε ένα σπίτι και ειδικά, να κάνει χαλί την αμετακίνητη μάνα.
Ώσπου ένα βράδυ, γυρίζω σπίτι και ο μικρός δεν ήρθε στην πόρτα να με υποδεχτεί. Παθαίνω τον πανικό, θολώνω και πάνω που είμαι έτοιμη για το εγκεφαλικό, ακούω στην κουζίνα κάτι ντιριντάχτα, κάτι κανακέματα και κάτι γλυκουλιές, που εγώ ως παιδί δεν τα ‘χα ακούσει ποτέ.
Μάνα - σκύλος αγκαλιά, να τον ταΐζει στο στόμα και να του λέει το αλήστου μνήμης "το παιδί μου, το παιδί μου, το καμάρι, το φλουρί μου".
Να, και για κάτι τέτοια αξίζει να ζεις...
Τίνα Βάμβουρα
eyedoll.gr
Πολύ όμορφο το κείμενό σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως για κάτι τέτοια αξίζει να ζούμε και γι'αυτό δεν πρέπει να το βάζουμε ποτέ κάτω. Ειδικά όταν ξέρουμε ότι ένα κατοικίδιο προσφέρει μόνο καλά σε ένα σπίτι και έναν άνθρωπο...!!